- αερόλυμα
- ή αεροσόλ ή αεροζόλ Χημ.αιώρημα υπερμικροσκοπικών σταγονιδίων ή στερεών σωματιδίων μέσα σε ένα αέριο (συνήθως αέρα).[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aerosol, νόθο σύνθ. < aero- (< αήρ, -έρος) + -sol (συγκεκομμένος τ. τού solution «διάλυμα»)].
Dictionary of Greek. 2013.